καταπεδώ

καταπεδώ
καταπεδῶ, -άω (Α)
(επιτ. τ. τού πεδώ) (ποιητ. τ. και μόνο σε τμήση) μτφ. δένω, δεσμεύω ισχυρά, περιπλέκω («κατὰ δ' οὖν ἕτερόν γε πέδησεν» — τον έναν από τους δύο ανθρώπους συνήθως τόν περιπλέκει, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πεδῶ «δένω» (< πέδη «δεσμά»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”